Πολύ πετυχημένη ήταν η εκδήλωση με τίτλο «Στιγμές Σαλονίκης (λίγο
πριν το θέρος)» που οργάνωσε το ΤΑΚΙΜ σε συνεργασία με το
συνεργατικό βιβλιοπωλείο- καφέ Ακυβέρνητες Πολιτείες.
Η εκδήλωση που έγινε την Κυριακή 23 Απρίλη περιλάμβανε ιστορική περιήγηση την περιοχή γύρω από το ΤΑΚΙΜ (που παλιά λεγόταν Φραγκομαχαλάς) από τον συγγραφέα Γιάννη Γκλαρνέτατζη.
Στην περιήγηση συμμετείχαν 50 άτομα όλων των ηλικιών. Στην περιήγηση λοιπόν μάθαμε πολλά για τα κτίρια και την ιστορία της περιοχής που ονομάστηκε Φραγκομαχαλάς λόγω της πυκνής παρουσίας ευρωπαίων κατοίκων. Μάθαμε για την βομβιστική ενέργεια κάτω από την Οθωμανική Τράπεζα (εκεί που τώρα βρίσκεται το Κρατικό Ωδείο), για το ότι η στάση Κολώμβου δεν έχει καμία σχέση με τον Χριστόφορο Κολόμβο, για την οικία της οικογένειας Αλλατίνη, είδαμε κυριλλικές και αραβικές επιγραφές που σώζονται σε κάποια κτίρια, μάθαμε για το πλιάτσικο που έγινε στις περιουσίες των Εβραίων κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, και πολλά άλλα.
Ακολούθησε στο ΤΑΚΙΜ η βιβλιοπαρουσίαση του νέου βιβλίου του Γιάννη Γκλαρνέτατζη με τίτλο «Στιγμές Σαλονίκης Θερινές». Το άνοιγμα της εκδήλωσης έκαναν η Χριστίνα Χάσου εκ μέρους του ΤΑΚΙΜ και ο συγγραφέας. Ακολούθησε συζήτηση με τους παρευρισκόμενους να θέτουν ερωτήματα αλλά και να κάνουν παρατηρήσεις σχετικά με την σημασία της ιστορικής μνήμης.
Παρακάτω διαβάστε το άνοιγμα που έκανε στην εκδήλωση η σ. Χριστίνα Χάσου παρουσιάζοντας το έργο αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα.
Στις «Στιγμές Σαλονίκης Θερινές», ο συγγραφέας Γιάννης Γκλαρνέτατζης καταπιάνεται με αυτό που γνωρίζει καλύτερα: τη σύνθεση του κοινωνικού «ψηφιδωτού» της πόλης, από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα έως και τα μέσα του εικοστού, δίνοντας τη δική του μοναδική κριτική ματιά πάνω στα ζητήματα που αναλύει και συνδέοντάς τα με τη σημερινά κοινωνικά δεδομένα.
Ο Γιάννης Γκλαρνέτατζης γεννήθηκε στις Σέρρες το 1967. Από το 1985 ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει Φυσική, αλλά ασχολείται με την ιστορία, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με εφημερίδες, όπως η Θεσσαλονίκη, η Εποχή και το Πριν, με τα περιοδικά Οικοτοπία και Αρνούμαι αλλά και με την ιστοσελίδα alterthess.gr. Έχει μεταφράσει για λογαριασμό των εκδόσεων Παρατηρητής τα βιβλία του Μάρεϊ Μπούκτσιν Προς μία οικολογική κοινωνία και Τα όρια της πόλης, το 1994 και 1996 αντίστοιχα, ενώ το 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πανοπτικόν το λογοτεχνικό του αφήγημα με τίτλο Οι πρώτες γιορτές στην Αμαλικάνδη.
Αντιρρησίας συνείδησης με αδιάλειπτη συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα (οικολογικό, αντιρατσιστικό, ειρηνιστικό, γυναικείας απελευθέρωσης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Από το 2009 αντιπρόεδρος και από το 2013 πρόεδρος του Σωματείου Υπαλλήλων Βιβλίου – Χάρτου Νομού Θεσσαλονίκης. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του συλλόγου Βαρδάρης, ενός Κέντρου Κοινωνικών και Ιστορικών Μελετών για τη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή, που έχει ως στόχο να συσπειρώσει ανθρώπους που μελετούν την ιστορία της πόλης από την κινηματική της πλευρά.
Ο Γιάννης Γκλαρνέτατζης, λοιπόν, εκτός από έμπειρος ιστοριοδίφης, είναι και ένας πολίτης με ενεργό δράση και κριτική στάση απέναντι στα γεγονότα. Η παρουσία του σε κινητοποιήσεις και κάθε μορφής κοινωνικές δράσεις, αλλά και η σχέση του με τον κόσμο της εργασίας, διαμορφώνει την οπτική του.
Στις «Στιγμές Σαλονίκης Θερινές», εντρυφά σε ιστορικές πηγές και δημοσιογραφικά κείμενα, για να αναλύσει σημαντικά γεγονότα, ορόσημα για την πόλη. Στα δεκαεπτά σύντομα, όσο και πυκνά κείμενα, καλύπτονται ο θάνατος του Μωύς Αλλατίνι το 1882, τα εγκαίνια του Συντριβανιού το 1889, η μεγάλη πυρκαγιά του 1890, το ξέσπασμα της Νεοτουρκικής Επανάστασης και η άφιξη ενός νεοτουρκικού θιάσου το 1908, η ίδρυση της Φεντερασιόν και η έκδοση της πρώτης της εφημερίδας το 1909, τα επεισόδια που προκάλεσε η λαϊκή οργή κατά των χρηματιστών το 1923, η πρώτη εμφάνιση της κυριακάτικης αργίας το 1924, ένα περιστατικό του ίδιου έτους με τίτλο «Το παιδί και η μπουγάτσα» που απασχόλησε τις αρχές και τον τύπο, καταδεικνύοντας την έκταση της παιδικής εργασίας και της φτώχειας, η δίκη των μελών του Τάγματος Δημοκρατικής Φρουράς, η ανάληψη των καθηκόντων από τον τελευταίο αρχιρραβίνο της πόλης Τσβι Κόρετς το 1933, το κάψιμο των βιβλίων από τη μεταξική δικτατορία το 1936, η συγκέντρωση των Εβραίων στην πλατεία Ελευθερίας το 1942, οι εργατικές και συνδικαλιστικές ζυμώσεις μετά την απελευθέρωση, η επαναφορά της ονομασίας της οδού Βενιζέλου το 1945 και, τέλος, οι πρώτες εκτελέσεις αριστερών στο Γεντί Κουλέ, οι οποίες ακολούθησαν το Γ’ Ψήφισμα του 1946.
Η πρώτη μορφή αυτών των κειμένων δημοσιεύθηκε στο Alterthess κατά την χρονική περίοδο 2012 – 2013, στο πλαίσιο του ιστορικού αφιερώματος για τα εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι ξεφεύγουν από την κυρίαρχη, εθνικόφρονα ιστοριογραφία, αφού ως γνωστόν η ιστορία γράφεται από τους νικητές, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογό του τα χαρακτηρίζει ως «ορεκτικά», για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει πολλά για την ιστορία της πόλης, ή «επιδόρπια», για τον πιο υποψιασμένο.
Το βιβλίο ανοίγει με τον θάνατο ενός αστού, και συγκεκριμένα του Μωύς Αλλατίνι, του πλέον δραστήριου και εμβληματικού ίσως εκπροσώπου της οικογένειας βιομηχάνων, ο οποίος σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Ωστόσο στη συνέχεια ο αναγνώστης παρατηρεί ότι ο προβολέας ελάχιστες φορές φωτίζει συγκεκριμένα πρόσωπα, και δη «επώνυμα»• πρωταγωνιστής είναι, κατά κανόνα, ο λαός, το «ανώνυμο» πλήθος, ή το αφανές πρόσωπο, ο άνθρωπος που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής του.
Παρότι, δηλαδή, παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου ο Αλβανός υπολοχαγός Αχμέτ Νιαζί μπέης, πρωτεργάτης της Νεοτουρκικής Επανάστασης, ο ιδρυτής της Φεντερασιόν Αβραάμ Μπεναρόγια, ο τελευταίος αρχιρραβίνος της Θεσσαλονίκης Τσβι Κόρετς, ο ρόλος του οποίου στους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας πριν την εξόντωσή της από τους Ναζί υπήρξε αμφιλεγόμενος και απασχολεί έντονα τον συγγραφέα, ο διαβόητος γενικός επιθεωρητής νομαρχιών Μακεδονίας κατά τη γερμανική κατοχή, στρατηγός Αθανάσιος Χρυσοχόου, αλλά και ο Ναζί δήμιος των Εβραίων Μαξ Μέρτεν, ή διαβολικός Μαξ, ο αναγνώστης συγκρατεί, εν τέλει, στη μνήμη του, τους συγκεντρωμένους Θεσσαλονικείς της Νεοτουρκικής επανάστασης που «φωνάζουν για ανάσταση νεκρών», τον ερασιτεχνικό νεοτουρκικό θίασο από την Κωνσταντινούπολη, τους εργάτες και τις εργάτριες με το σύνθημα «Κάτω η λίρα», το οποίο εκφράζει την αγανάκτησή τους για την κερδοσκοπία των χρηματιστών και ζητούν, μεταξύ άλλων, «την αυστηράν τιμωρίαν διά την τελευταίαν αδικαιολόγητον πτώσιν της δραχμής» και «τον αυστηρόν έλεγχον των Τραπεζών, όπως μη μετέχωσιν εις χρηματιστικάς επί προθεσμία πράξεις, πλήττουσαι ούτων τον λαόν διά των ιδίων του των οικονομιών» και φυσικά τον μικρό «άθλιο» της δεκαετίας του ’20, τον οχτάχρονο υπάλληλο Σταύρο Γεωργίου ο οποίος έκλεψε χίλιες εξακόσιες δραχμές, για να αγοράσει στη συνέχεια μπουγάτσα από επιτήδειο, έναντι του εξωφρενικού ποσού των πεντακοσίων δραχμών. «Το γεγονός, τώρα, ότι δεν προκαλεί καμία έκπληξη ούτε στον πάραυτα αφιχθέντα ενωμοτάρχην ούτε στον συντάκτη της εφημερίδας ότι ένα οκτάχρονο παιδί δουλεύει, και μάλιστα σε ένα υποδηματοποιείο (περιβάλλον ανθυγιεινό ακόμα και για ενήλικες), είναι ενδεικτικό της ανθρώπινης ζωής – των φτωχών», παρατηρεί ο συγγραφέας.
Ο σχολιασμός του συγγραφέα, διακριτικά παρών και πάντα σε σύνδεση με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, είναι, όπως υπογραμμίζει στον πρόλογό της η Ρίκα Μπενβίστε, «άλλοτε πιο υπαινικτικός, άλλοτε ρητός, πάντοτε όμως αιχμηρός», για να συμπληρώσει ότι «Μια ελαφρά ειρωνεία που συνοδεύει αυτά τα σχόλια απομακρύνει κάθε υποψία αναχρονισμού ή ρηχού διδακτισμού». Στο κείμενο με τίτλο «Ποια ήταν η ημέρα η εβδόμη στη Θεσσαλονίκη», για παράδειγμα, δράττεται της ευκαιρίας να μιλήσει για τη σημερινή κατάσταση, παρατηρώντας ότι «Οι κυβερνήσεις (προηγούμενες και σημερινή), οι μνημονιακοί δερβεναγάδες των Θεσμών και οι ιδιοκτήτες πολυκαταστημάτων και εμπορικών κέντρων, οι οποίοι επιδιώκουν την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, χρησιμοποιούν ως δικαιολογία την κρίση, λες και από τους ανέργους, για παράδειγμα, αυτό που λείπει για να ψωνίσουν είναι ο χρόνος. Προφανώς, οι πρώτοι επιδιώκουν την εξόντωση των μικρών επιχειρήσεων, αλλά και το ακόμη μεγαλύτερο ξεζούμισμα των εργαζόμενων σε όλο τον κλάδο του εμπορίου, για αρχή τουλάχιστον», για να το συνδέσει με το θέμα του κειμένου διευκρινίζοντας ότι «Έναν αιώνα νωρίτερα, το ζήτημα ήταν περισσότερο εθνοθρησκευτικό».
Χαρακτηριστικότερο είναι, ίσως, το παράδειγμα των κειμένων τα οποία αφορούν την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τόσο την περίοδο που προηγήθηκε, κατά την οποία δεσπόζει η ηγετική θρησκευτική μορφή του αρχιρραβίνου Τσβι Κόρετς, όσο και την συγκέντρωσή τους στην πλατεία Ελευθερίας τον Ιούλιο του 1942, πριν οδηγηθούν σε τόπους καταναγκαστικής εργασίας, η οποία, εκτός από εξευτελισμούς και σωματική ταλαιπωρία περιλάμβανε και θανάτους από εξάντληση. Ο συγγραφέας θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων σε ό,τι αφορά τις ευθύνες του Κόρετς, ο οποίος έδρασε κατευναστικά απέναντι στο ποίμνιό του εν όψει της ναζιστικής απειλής, αλλά και των μη Εβραίων της πόλης, των αρμοδίων, των τοπικών αρχών, του Τύπου, του Πανεπιστημίου, του Γενικού Διοικητή.
Αναφορικά με την περίπτωση του Κορέτς, ο συγγραφέας αναλύει τις ευθύνες και τον ρόλο του βάσει των ιστορικών πηγών, καταλήγει όμως στο συμπέρασμα ότι «…το ότι η ιστορική μνήμη είναι μια κοινωνική κατασκευή και επίσης ότι στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, το ζήτημα της γενοκτονίας των Εβραίων δεν έχει μελετηθεί και συζητηθεί εκτενώς (εκτός του πλαισίου των άμεσα θιγόμενων), καθώς και το γεγονός ότι είναι βολικό για την εθνική ιστοριογραφία να φορτώσει τις ευθύνες σε κάποιον που ήταν δύο φορές ξένος, είναι πράγματα που δεν θα αμφισβητήσουμε». Άλλωστε, συμπληρώνει σε επόμενο κείμενο, «Θα ήταν λάθος εκτίμηση να θεωρήσουμε ότι η πλειοψηφία των χριστιανικής καταγωγής κατοίκων της πόλης έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας, όμως δεν παρετηρήθη καμμία αντίδρασις από μέρους των επαγγελματικών ενώσεων της πόλης».
«Μπορεί σε κανονικές ιστορικές συνθήκες να υπάρχει η δυνατότητα να διάγει κανείς έναν ήσυχο βίο χωρίς να πάρει μεγάλες αποφάσεις για πολιτικά ζητήματα, ακόμα και αν κατέχει ηγετική θέση σε μια ομάδα», είναι το συμπέρασμα του συγγραφέα. «Σε κρίσιμες όμως ιστορικές στιγμές, και αυτό μπορούμε να το νιώσουμε κάπως καλύτερα στη σημερινή Ελλάδα, εμφανίζεται πολύ έντονα το δίλημμα ‘ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις’•, δηλαδή, το δίλημμα αν κάποιος με τις πράξεις του -ή εξαιτίας- των πράξεων που παραλείπει να κάνει- εντάσσεται στην κατηγορία των ηρώων ή των καθαρμάτων, ή ακόμα, όπως το θέτει και ένα σύνθημα πορειών (που προσθέτει ακόμη μία κατηγορία), αν θα επιλέξει κανείς να είναι στους “εξεγερμένους” ή στους “ρουφιάνους” και τους “προσκυνημένους”. Εντέλει, η υποταγή στην εξουσία είναι καταστροφική για τους εξουσιαζόμενους• όσο πιο απόλυτη είναι η υποταγή και όσο πιο αυταρχική είναι η εξουσία, τόσο μεγαλύτερη είναι η καταστροφή».
Το πόνημα, επομένως, του Γκλαρνέτατζη δεν είναι μόνο μία πολύτιμη, καλοδουλεμένη ιστορική έρευνα βάσει παράθεσης πηγών και της κατάλληλης σύνθεσής τους. Είναι ένα απολαυστικό και χρήσιμο ανάγνωσμα, για τον αναγνώστη ο οποίος αναζητεί το μονοπάτι που συνδέει την κοινωνική πραγματικότητα του χθες με το σήμερα.
Το βιβλίο κλείνει με ένα εκτενές παράρτημα, το οποίο αποτελείται από φωτογραφικό και δημοσιογραφικό υλικό, δηλαδή χαρακτηριστικά αποσπάσματα και τίτλους από εφημερίδες της αντίστοιχης εποχής, το οποίο συνοδεύει τα κείμενα.
Η εκδήλωση που έγινε την Κυριακή 23 Απρίλη περιλάμβανε ιστορική περιήγηση την περιοχή γύρω από το ΤΑΚΙΜ (που παλιά λεγόταν Φραγκομαχαλάς) από τον συγγραφέα Γιάννη Γκλαρνέτατζη.
Στην περιήγηση συμμετείχαν 50 άτομα όλων των ηλικιών. Στην περιήγηση λοιπόν μάθαμε πολλά για τα κτίρια και την ιστορία της περιοχής που ονομάστηκε Φραγκομαχαλάς λόγω της πυκνής παρουσίας ευρωπαίων κατοίκων. Μάθαμε για την βομβιστική ενέργεια κάτω από την Οθωμανική Τράπεζα (εκεί που τώρα βρίσκεται το Κρατικό Ωδείο), για το ότι η στάση Κολώμβου δεν έχει καμία σχέση με τον Χριστόφορο Κολόμβο, για την οικία της οικογένειας Αλλατίνη, είδαμε κυριλλικές και αραβικές επιγραφές που σώζονται σε κάποια κτίρια, μάθαμε για το πλιάτσικο που έγινε στις περιουσίες των Εβραίων κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, και πολλά άλλα.
Ακολούθησε στο ΤΑΚΙΜ η βιβλιοπαρουσίαση του νέου βιβλίου του Γιάννη Γκλαρνέτατζη με τίτλο «Στιγμές Σαλονίκης Θερινές». Το άνοιγμα της εκδήλωσης έκαναν η Χριστίνα Χάσου εκ μέρους του ΤΑΚΙΜ και ο συγγραφέας. Ακολούθησε συζήτηση με τους παρευρισκόμενους να θέτουν ερωτήματα αλλά και να κάνουν παρατηρήσεις σχετικά με την σημασία της ιστορικής μνήμης.
Παρακάτω διαβάστε το άνοιγμα που έκανε στην εκδήλωση η σ. Χριστίνα Χάσου παρουσιάζοντας το έργο αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα.
Βιβλιοπαρουσίαση: «Στιγμές Σαλονίκης Θερινές» του Γιάννη Γκλαρνέτατζη (Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2016)
της Χριστίνας Χάσου
Στις «Στιγμές Σαλονίκης Θερινές», ο συγγραφέας Γιάννης Γκλαρνέτατζης καταπιάνεται με αυτό που γνωρίζει καλύτερα: τη σύνθεση του κοινωνικού «ψηφιδωτού» της πόλης, από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα έως και τα μέσα του εικοστού, δίνοντας τη δική του μοναδική κριτική ματιά πάνω στα ζητήματα που αναλύει και συνδέοντάς τα με τη σημερινά κοινωνικά δεδομένα.
Ο Γιάννης Γκλαρνέτατζης γεννήθηκε στις Σέρρες το 1967. Από το 1985 ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει Φυσική, αλλά ασχολείται με την ιστορία, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με εφημερίδες, όπως η Θεσσαλονίκη, η Εποχή και το Πριν, με τα περιοδικά Οικοτοπία και Αρνούμαι αλλά και με την ιστοσελίδα alterthess.gr. Έχει μεταφράσει για λογαριασμό των εκδόσεων Παρατηρητής τα βιβλία του Μάρεϊ Μπούκτσιν Προς μία οικολογική κοινωνία και Τα όρια της πόλης, το 1994 και 1996 αντίστοιχα, ενώ το 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πανοπτικόν το λογοτεχνικό του αφήγημα με τίτλο Οι πρώτες γιορτές στην Αμαλικάνδη.
Αντιρρησίας συνείδησης με αδιάλειπτη συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα (οικολογικό, αντιρατσιστικό, ειρηνιστικό, γυναικείας απελευθέρωσης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Από το 2009 αντιπρόεδρος και από το 2013 πρόεδρος του Σωματείου Υπαλλήλων Βιβλίου – Χάρτου Νομού Θεσσαλονίκης. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του συλλόγου Βαρδάρης, ενός Κέντρου Κοινωνικών και Ιστορικών Μελετών για τη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή, που έχει ως στόχο να συσπειρώσει ανθρώπους που μελετούν την ιστορία της πόλης από την κινηματική της πλευρά.
Ο Γιάννης Γκλαρνέτατζης, λοιπόν, εκτός από έμπειρος ιστοριοδίφης, είναι και ένας πολίτης με ενεργό δράση και κριτική στάση απέναντι στα γεγονότα. Η παρουσία του σε κινητοποιήσεις και κάθε μορφής κοινωνικές δράσεις, αλλά και η σχέση του με τον κόσμο της εργασίας, διαμορφώνει την οπτική του.
Στις «Στιγμές Σαλονίκης Θερινές», εντρυφά σε ιστορικές πηγές και δημοσιογραφικά κείμενα, για να αναλύσει σημαντικά γεγονότα, ορόσημα για την πόλη. Στα δεκαεπτά σύντομα, όσο και πυκνά κείμενα, καλύπτονται ο θάνατος του Μωύς Αλλατίνι το 1882, τα εγκαίνια του Συντριβανιού το 1889, η μεγάλη πυρκαγιά του 1890, το ξέσπασμα της Νεοτουρκικής Επανάστασης και η άφιξη ενός νεοτουρκικού θιάσου το 1908, η ίδρυση της Φεντερασιόν και η έκδοση της πρώτης της εφημερίδας το 1909, τα επεισόδια που προκάλεσε η λαϊκή οργή κατά των χρηματιστών το 1923, η πρώτη εμφάνιση της κυριακάτικης αργίας το 1924, ένα περιστατικό του ίδιου έτους με τίτλο «Το παιδί και η μπουγάτσα» που απασχόλησε τις αρχές και τον τύπο, καταδεικνύοντας την έκταση της παιδικής εργασίας και της φτώχειας, η δίκη των μελών του Τάγματος Δημοκρατικής Φρουράς, η ανάληψη των καθηκόντων από τον τελευταίο αρχιρραβίνο της πόλης Τσβι Κόρετς το 1933, το κάψιμο των βιβλίων από τη μεταξική δικτατορία το 1936, η συγκέντρωση των Εβραίων στην πλατεία Ελευθερίας το 1942, οι εργατικές και συνδικαλιστικές ζυμώσεις μετά την απελευθέρωση, η επαναφορά της ονομασίας της οδού Βενιζέλου το 1945 και, τέλος, οι πρώτες εκτελέσεις αριστερών στο Γεντί Κουλέ, οι οποίες ακολούθησαν το Γ’ Ψήφισμα του 1946.
Η πρώτη μορφή αυτών των κειμένων δημοσιεύθηκε στο Alterthess κατά την χρονική περίοδο 2012 – 2013, στο πλαίσιο του ιστορικού αφιερώματος για τα εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι ξεφεύγουν από την κυρίαρχη, εθνικόφρονα ιστοριογραφία, αφού ως γνωστόν η ιστορία γράφεται από τους νικητές, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογό του τα χαρακτηρίζει ως «ορεκτικά», για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει πολλά για την ιστορία της πόλης, ή «επιδόρπια», για τον πιο υποψιασμένο.
Το βιβλίο ανοίγει με τον θάνατο ενός αστού, και συγκεκριμένα του Μωύς Αλλατίνι, του πλέον δραστήριου και εμβληματικού ίσως εκπροσώπου της οικογένειας βιομηχάνων, ο οποίος σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Ωστόσο στη συνέχεια ο αναγνώστης παρατηρεί ότι ο προβολέας ελάχιστες φορές φωτίζει συγκεκριμένα πρόσωπα, και δη «επώνυμα»• πρωταγωνιστής είναι, κατά κανόνα, ο λαός, το «ανώνυμο» πλήθος, ή το αφανές πρόσωπο, ο άνθρωπος που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής του.
Παρότι, δηλαδή, παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου ο Αλβανός υπολοχαγός Αχμέτ Νιαζί μπέης, πρωτεργάτης της Νεοτουρκικής Επανάστασης, ο ιδρυτής της Φεντερασιόν Αβραάμ Μπεναρόγια, ο τελευταίος αρχιρραβίνος της Θεσσαλονίκης Τσβι Κόρετς, ο ρόλος του οποίου στους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας πριν την εξόντωσή της από τους Ναζί υπήρξε αμφιλεγόμενος και απασχολεί έντονα τον συγγραφέα, ο διαβόητος γενικός επιθεωρητής νομαρχιών Μακεδονίας κατά τη γερμανική κατοχή, στρατηγός Αθανάσιος Χρυσοχόου, αλλά και ο Ναζί δήμιος των Εβραίων Μαξ Μέρτεν, ή διαβολικός Μαξ, ο αναγνώστης συγκρατεί, εν τέλει, στη μνήμη του, τους συγκεντρωμένους Θεσσαλονικείς της Νεοτουρκικής επανάστασης που «φωνάζουν για ανάσταση νεκρών», τον ερασιτεχνικό νεοτουρκικό θίασο από την Κωνσταντινούπολη, τους εργάτες και τις εργάτριες με το σύνθημα «Κάτω η λίρα», το οποίο εκφράζει την αγανάκτησή τους για την κερδοσκοπία των χρηματιστών και ζητούν, μεταξύ άλλων, «την αυστηράν τιμωρίαν διά την τελευταίαν αδικαιολόγητον πτώσιν της δραχμής» και «τον αυστηρόν έλεγχον των Τραπεζών, όπως μη μετέχωσιν εις χρηματιστικάς επί προθεσμία πράξεις, πλήττουσαι ούτων τον λαόν διά των ιδίων του των οικονομιών» και φυσικά τον μικρό «άθλιο» της δεκαετίας του ’20, τον οχτάχρονο υπάλληλο Σταύρο Γεωργίου ο οποίος έκλεψε χίλιες εξακόσιες δραχμές, για να αγοράσει στη συνέχεια μπουγάτσα από επιτήδειο, έναντι του εξωφρενικού ποσού των πεντακοσίων δραχμών. «Το γεγονός, τώρα, ότι δεν προκαλεί καμία έκπληξη ούτε στον πάραυτα αφιχθέντα ενωμοτάρχην ούτε στον συντάκτη της εφημερίδας ότι ένα οκτάχρονο παιδί δουλεύει, και μάλιστα σε ένα υποδηματοποιείο (περιβάλλον ανθυγιεινό ακόμα και για ενήλικες), είναι ενδεικτικό της ανθρώπινης ζωής – των φτωχών», παρατηρεί ο συγγραφέας.
Ο σχολιασμός του συγγραφέα, διακριτικά παρών και πάντα σε σύνδεση με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, είναι, όπως υπογραμμίζει στον πρόλογό της η Ρίκα Μπενβίστε, «άλλοτε πιο υπαινικτικός, άλλοτε ρητός, πάντοτε όμως αιχμηρός», για να συμπληρώσει ότι «Μια ελαφρά ειρωνεία που συνοδεύει αυτά τα σχόλια απομακρύνει κάθε υποψία αναχρονισμού ή ρηχού διδακτισμού». Στο κείμενο με τίτλο «Ποια ήταν η ημέρα η εβδόμη στη Θεσσαλονίκη», για παράδειγμα, δράττεται της ευκαιρίας να μιλήσει για τη σημερινή κατάσταση, παρατηρώντας ότι «Οι κυβερνήσεις (προηγούμενες και σημερινή), οι μνημονιακοί δερβεναγάδες των Θεσμών και οι ιδιοκτήτες πολυκαταστημάτων και εμπορικών κέντρων, οι οποίοι επιδιώκουν την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, χρησιμοποιούν ως δικαιολογία την κρίση, λες και από τους ανέργους, για παράδειγμα, αυτό που λείπει για να ψωνίσουν είναι ο χρόνος. Προφανώς, οι πρώτοι επιδιώκουν την εξόντωση των μικρών επιχειρήσεων, αλλά και το ακόμη μεγαλύτερο ξεζούμισμα των εργαζόμενων σε όλο τον κλάδο του εμπορίου, για αρχή τουλάχιστον», για να το συνδέσει με το θέμα του κειμένου διευκρινίζοντας ότι «Έναν αιώνα νωρίτερα, το ζήτημα ήταν περισσότερο εθνοθρησκευτικό».
Χαρακτηριστικότερο είναι, ίσως, το παράδειγμα των κειμένων τα οποία αφορούν την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τόσο την περίοδο που προηγήθηκε, κατά την οποία δεσπόζει η ηγετική θρησκευτική μορφή του αρχιρραβίνου Τσβι Κόρετς, όσο και την συγκέντρωσή τους στην πλατεία Ελευθερίας τον Ιούλιο του 1942, πριν οδηγηθούν σε τόπους καταναγκαστικής εργασίας, η οποία, εκτός από εξευτελισμούς και σωματική ταλαιπωρία περιλάμβανε και θανάτους από εξάντληση. Ο συγγραφέας θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων σε ό,τι αφορά τις ευθύνες του Κόρετς, ο οποίος έδρασε κατευναστικά απέναντι στο ποίμνιό του εν όψει της ναζιστικής απειλής, αλλά και των μη Εβραίων της πόλης, των αρμοδίων, των τοπικών αρχών, του Τύπου, του Πανεπιστημίου, του Γενικού Διοικητή.
Αναφορικά με την περίπτωση του Κορέτς, ο συγγραφέας αναλύει τις ευθύνες και τον ρόλο του βάσει των ιστορικών πηγών, καταλήγει όμως στο συμπέρασμα ότι «…το ότι η ιστορική μνήμη είναι μια κοινωνική κατασκευή και επίσης ότι στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, το ζήτημα της γενοκτονίας των Εβραίων δεν έχει μελετηθεί και συζητηθεί εκτενώς (εκτός του πλαισίου των άμεσα θιγόμενων), καθώς και το γεγονός ότι είναι βολικό για την εθνική ιστοριογραφία να φορτώσει τις ευθύνες σε κάποιον που ήταν δύο φορές ξένος, είναι πράγματα που δεν θα αμφισβητήσουμε». Άλλωστε, συμπληρώνει σε επόμενο κείμενο, «Θα ήταν λάθος εκτίμηση να θεωρήσουμε ότι η πλειοψηφία των χριστιανικής καταγωγής κατοίκων της πόλης έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας, όμως δεν παρετηρήθη καμμία αντίδρασις από μέρους των επαγγελματικών ενώσεων της πόλης».
«Μπορεί σε κανονικές ιστορικές συνθήκες να υπάρχει η δυνατότητα να διάγει κανείς έναν ήσυχο βίο χωρίς να πάρει μεγάλες αποφάσεις για πολιτικά ζητήματα, ακόμα και αν κατέχει ηγετική θέση σε μια ομάδα», είναι το συμπέρασμα του συγγραφέα. «Σε κρίσιμες όμως ιστορικές στιγμές, και αυτό μπορούμε να το νιώσουμε κάπως καλύτερα στη σημερινή Ελλάδα, εμφανίζεται πολύ έντονα το δίλημμα ‘ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις’•, δηλαδή, το δίλημμα αν κάποιος με τις πράξεις του -ή εξαιτίας- των πράξεων που παραλείπει να κάνει- εντάσσεται στην κατηγορία των ηρώων ή των καθαρμάτων, ή ακόμα, όπως το θέτει και ένα σύνθημα πορειών (που προσθέτει ακόμη μία κατηγορία), αν θα επιλέξει κανείς να είναι στους “εξεγερμένους” ή στους “ρουφιάνους” και τους “προσκυνημένους”. Εντέλει, η υποταγή στην εξουσία είναι καταστροφική για τους εξουσιαζόμενους• όσο πιο απόλυτη είναι η υποταγή και όσο πιο αυταρχική είναι η εξουσία, τόσο μεγαλύτερη είναι η καταστροφή».
Το πόνημα, επομένως, του Γκλαρνέτατζη δεν είναι μόνο μία πολύτιμη, καλοδουλεμένη ιστορική έρευνα βάσει παράθεσης πηγών και της κατάλληλης σύνθεσής τους. Είναι ένα απολαυστικό και χρήσιμο ανάγνωσμα, για τον αναγνώστη ο οποίος αναζητεί το μονοπάτι που συνδέει την κοινωνική πραγματικότητα του χθες με το σήμερα.
Το βιβλίο κλείνει με ένα εκτενές παράρτημα, το οποίο αποτελείται από φωτογραφικό και δημοσιογραφικό υλικό, δηλαδή χαρακτηριστικά αποσπάσματα και τίτλους από εφημερίδες της αντίστοιχης εποχής, το οποίο συνοδεύει τα κείμενα.
Φωτογραφίες και κείμενα από τις «Στιγμές Σαλονίκης» (λίγο πριν το θέρος)
Reviewed by TAKIM
on
24.4.17
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: